- ἄνυλος
- ἄνῡλος, ον, ([etym.] ὕλη)2 immaterial, Ascl.in Metaph.26.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άνυλος — ἄνυλος, ον (Α) (τόπος) χωρίς βλάστηση, ξερός … Dictionary of Greek
ἄνυλον — ἄνυλος treeless masc/fem acc sg ἄνυλος treeless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύλους — ἄνυλος treeless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύλῳ — ἄνυλος treeless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek